μεσόνιο

μεσόνιο
το
φυσ. συν. στον πληθ. τα μεσόνια
ονομασία υποατομικών σωματιδίων που αποτελούνται από άρτιο αριθμό κουάρκ και αντικουάρκ, χαρακτηρίζονται από μηδενικό βαρυονικό αριθμό, από ακέραιο σπιν και από μέσες μάζες, δηλ. από μάζες που είναι ενδιάμεσες τών μαζών τών ελαφρών σωματιδίων και τών βαρύτερων σωματιδίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήτα μεσόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο που έχει μάζα 547 MeV/c2, σπιν μηδέν, ηλεκτρικό φορτίο μηδέν, μέσο χρόνο ζωής 2 x 10 19 sec, ισοσπίν μηδέν, αρνητική ομοτιμία και θετική G ομοτιμία (κβαντικός αριθμός που διατηρείται μόνο στις ισχυρές αλληλεπιδράσεις και… …   Dictionary of Greek

  • Μεσόνια— — Η ανακάλυψη του νετρονίου επέτρεψε να δοθεί μια πιο ικανοποιητική εικόνα του πυρήνα του ατόμου, στηρίζοντας την υπόθεση ότι αποτελείται από πρωτόνια και νετρόνια. Έμενε να διευκρινιστεί το πρόβλημα, το οποίο δεν έχει ακόμα τελείως λυθεί, των… …   Dictionary of Greek

  • σωματίδια ή σωμάτια — Όνομα με το οποίο στην ατομική και πυρηνική φυσική ορίζονται τα αδιαίρετα συστατικά της ύλης. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνωστός ένας περιορισμένος αριθμός σ., η συμπεριφορά των οποίων μας έκανε να σκεφτούμε ότι επρόκειτο περί των… …   Dictionary of Greek

  • Η ιδιοτυπία — Η μελέτη των κοσμικών ακτινών μοναδική πηγή (ως το 1953) σ. υψηλής ενέργειας οδήγησε στην ανακάλυψη άλλων σ., στα οποία δόθηκε το όνομα «παράξενα σωματίδια» για τη διαφορετική συμπεριφορά τους από εκείνη των σ. των μέχρι τότε γνωστών σ. Πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πιόνιο — το, Ν φυσ. συνοπτική ονομασία τριών υποατομικών σωματιδίων, αδρονίων, που αποτελούν φορείς τών ισχυρών αλληλεπιδράσεων, αλλ. μεσόνιο πι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pion (< πι, γράμμα τού ελλ. αλφαβήτου + ιόν* «σωματίδιο που φέρει… …   Dictionary of Greek

  • μεσόνια — Θεμελιώδη ασταθή σωμάτια, αποτελούμενα από μάζα ενδιάμεση μεταξύ ηλεκτρονίων (που ονομάζονται γενικά λεπτόνια ή ελαφρά σωμάτια) και πρωτονίων (βαριόνια ή βαρέα σωμάτια). Πριν από λίγα χρόνια ήταν γνωστοί δύο τύποι μ.: το π (ή πιόνιο) και το κ (ή… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Καρλ Ντέιβιντ — (Carl David Anderson, Νέα Υόρκη 1905 – 1991). Αμερικανός φυσικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, στο οποίο το 1939 έγινε καθηγητής της φυσικής. Συνεργάτης του Ρόμπερτ Άντριους Μίλικαν, ασχολήθηκε ειδικά με τη… …   Dictionary of Greek

  • ασθενής αλληλεπίδραση — Ένας από τους τέσσερις γνωστούς τύπους θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα στοιχειώδη σωμάτια. H α.α. είναι ασθενέστερη από την ισχυρή (κατά έναν παράγοντα περίπου 1012) και την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και πολύ πιο ισχυρή από την… …   Dictionary of Greek

  • Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”